ντροπαλοσύνη

ντροπαλοσύνη
ντροπαλοσύνη, η και ντροπαλότητα, η
η ιδιότητα του ντροπαλού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ντροπαλοσύνη — η [ντροπαλός] η ιδιότητα τού ντροπαλού, αιδημοσύνη, συστολή …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • ντροπαλάδα — η [ντροπαλός] ντροπαλότητα, ντροπαλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ντροπαλότητα — η [ντροπαλός] η ντροπαλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ντροπαλότητα — η βλ. ντροπαλοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”